-
1 μέγεθος
[мэгэтос] ουσ. о. величина, размер,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέγεθος
-
2 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
3 размер
размер м 1) (величина) το μέγεθος· η έκταση (масштаб) 2) (номер) о αριθμός, το νούμερο (обуви)' το μέγεθος (одежды) ◇ в двойном \размере διπλά* * *м••в двойно́м разме́ре — διπλά
-
4 величина
величин||аж1. τό μέγεθος/ ἡ ἔκ-ταση [-ις] (протяженность)! οἱ διαστάσεις (размеры):в натуральную \величинау́ σέ φυσικό μέγεθος·2. мат ἡ ποσότητα, τό ποσό[ν]:неизвестная \величина ὁ ἀγνωστος, ἡ ἄγνωστη ποσότητα· постоянная \величина ἡ σταθερά· бесконечно малая \величина τό ἀπειροελάχιστο[ν] μέγεθος·3. черен, (о человеке) ἡ ἐξοχό-τητα, ἡ προσωπικότητα:кру́пная \величина в нау́ке διαπρεπής ἐπιστήμονας. -
5 величина
-ы, πλθ. -чины θ.1. μέγεθος•пароход средней -ы ατμόπλοιο μέσου μεγέθους.
(μαθ.) έκταση, ποσότητα, ποσόν•постоянная величина σταθερή ποσότητα, σταθερό μέγεθος•
2. μτφ. κορυφή•крупная величина в науке κορυφή της επιστήμης.
-
6 размер
1. (величина, выражаемая в метрах или единицах, кратных ему) η διά-στασ/ηгабаритный - μέγιστες - εις, εξωτερικές - ειςпредельный - οριακή/επιτρεπόμενη -2. (безразмерная или условная величина, признак классификации по величине) το μέγεθος 3. литер. (стиха) το μέτρο, το πόδι 4. муз. о χρόνος 5. (степень развития, масштаб явления) η έκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > размер
-
7 величина
-
8 натуральный
натуральный в рази. знач. φυσικός· γνήσιος (без примеси)' \натуральный шёлк το φυσικό μετάξι· в \натуральныйую величину σε φυσικό μέγεθος* * *в рази. знач.φυσικός; γνήσιος ( без примеси)натура́льншёлк — το φυσικό μετάξι
в натура́льную величину́ — σε φυσικό μέγεθος
-
9 объём
-
10 высота
-ы θ.1. το ύψος, το ψήλος•высота дома το ύψος του σπιτιού•
высота над уровнем моря το υψόμετρο• υψοδείχτης•
высота полета το ύψος πτήσης•
набирать -у πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, υψώνομαι•
в -е στα οψη•
на -е 10 м. σε υψος 10 μ.
2. ύψωμα, λόφος, βουναλάκι• κο•высота мантные -ы (στρατ;) τα δεσπόζοντα υψώματα.
3. βαθμός• μέγεθος•высота давления ύψος πίεσης•
температуры το ύψος της θερμοκρασίας•
высота знаний το μέγεθος των γνώσεων•
высота техники το ύψος της τεχνικής.
εκφρ.быть ή оказаться на -е положения – στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων. -
11 объём
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) όγκος μέγεθος, έκταση• διάσταση•товиры большого -а εμπορεύματα μεγάλου όγκου (ογκώδη)•
объём воды ο όγκος νερού•
объём работ όγκος εργασιών•
зниний η έκταση των γνώσεων•
объём шара οι διαστάσεις της σφαίρας•
по -у κατά τον όγκο ή κατά το μέγεθος.
-
12 размах
-а α.1. κίνηση• κούνημα• ύψωση, σήκωμα. || η αρχική, κινητήρια στροφή του τροχού.2. άνοιγμα, απόσταση μεταξύ δύο άκρων• έκταση.3. μέγεθος της αιώρησης•размах маятника το μέγεθος της αιώρησης του εκκρεμούς.
4. φόρα, ορμή.5. μτφ. έκταση, εύρος, πλάτος.εκφρ.с -а, с -у – κ. со всего -а με φόρα, με όλη τη φόρα. -
13 габарит
1. (трансп., маш) το μέγεθος 2. (в значении габаритных размеров) η (μέγιστη) διάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > габарит
-
14 заданный
προδιαγεγραμμέν/οςпри - ой величине κατά το - ο μέγεθος, κατά την - η τιμήпри - ьтх условиях κατά τις - ες συνθήκες, κατά τους - ους όρουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заданный
-
15 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
16 масштабность
η έκταση, το μέγεθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > масштабность
-
17 мера
1. (величина) το μέτρο, το μέγεθος 2. (средство измерений для воспроизведения физической величины заданного размера) η μέτρηση, το μέτρημα, το μέτρο, η (μετρική) μονάδα- веса - του βάρους, τα σταθμά3. (мероприятие) το μέτρ/ο, η ενέργειαпредупредительная - προληπτικό -, προειδοποιητικά - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мера
-
18 меш
1. (сеть, зацепление) το πλέγμα 2. (ячейки сети, отверстие) το άνοιγμα/η διάσταση οπής του πλέγματος/δικτύου ή σείστρου, το «μάτι» 3. (очко) η διάσταση/το μέγεθος του κόκκου (π.χ. άμμου) (σε σχέση με το άνοιγμα/«μάτι» του σείστρου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меш
-
19 муляж
το ομοίωμα (το αντικείμενο σε φυσικό μέγεθος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муляж
-
20 натуральный
φυσικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > натуральный
См. также в других словарях:
μέγεθος — greatness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
μέγεθος — το ους, η έκταση ή ο όγκος κάποιου πράγματος (ύψος, πλάτος, μήκος, πλήθος, σπουδαιότητα κτλ.): Το μέγεθος του οικοπέδου. – Το μέγεθος της συμφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθμωτό μέγεθος — Όρος της φυσικής που σημαίνει ένα μέγεθος το οποίο καθορίζεται πλήρως από την αριθμητική τιμή του και από τη χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος. Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα … Dictionary of Greek
ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… … Dictionary of Greek
μεγέθει — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγέθεϊ , μέγεθος greatness neut dat sg (epic ionic) μέγεθος greatness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγέθη — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν … Dictionary of Greek
ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… … Dictionary of Greek
μεγεθέων — μέγεθος greatness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθῶν — μέγεθος greatness neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)